φυλάσσοντας

φυλάσσοντας
φυλάσσω
keep watch and ward
pres part act masc acc pl
φῡλάσσοντας , φυλάζω
form into tribes
fut part act masc acc pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πυθών — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγγειοπλάστης της αρχαιότητας, που έζησε στον 6o – 5o αι. π.Χ. Διατηρούσε δικό του εργαστήρι, όπου φιλοτέχνησε ερυθρόμορφα αγγεία του αυστηρού ρυθμού. Από τα έργα του σώζονται τέσσερα κύπελλα (κύαθοι),… …   Dictionary of Greek

  • Πύθων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγγειοπλάστης της αρχαιότητας, που έζησε στον 6o – 5o αι. π.Χ. Διατηρούσε δικό του εργαστήρι, όπου φιλοτέχνησε ερυθρόμορφα αγγεία του αυστηρού ρυθμού. Από τα έργα του σώζονται τέσσερα κύπελλα (κύαθοι),… …   Dictionary of Greek

  • φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”